δυναμογονία

δυναμογονία
η
1. η ιδιότητα τού δυναμογόνου, παραγωγή δυνάμεως
2. η ανώμαλη έξαρση κάποιας λειτουργίας εξαιτίας τής επίδρασης οποιουδήποτε ερεθισμού.

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Поможем решить контрольную работу

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”